αποκαρώνω

αποκαρώνω
(Α ἀποκαρῶ, -όω)
κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω
νεοελλ.
1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον
2. η μτχ. αποκορωμένος, -η, -ο
(με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή ανίατη νόσο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. υποκαρώ(-όω), με την ίδια σημασία ή < απο-* + καρώνω «ναρκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρώνω — (Α καρῶ, όω) βυθίζω κάποιον σε βαθύ ύπνο, σε λήθαργο, αποκαρώνω, ναρκώνω, ζαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα *kr (καρ ) τής ΙΕ ρίζας *ker «κεφάλι, κέρατο» και συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφάλι». ΠΑΡ. κάρωσις, καρωτικός, καρωτίς αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”