- αποκαρώνω
- (Α ἀποκαρῶ, -όω)κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνωνεοελλ.1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον2. η μτχ. αποκορωμένος, -η, -ο(με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή ανίατη νόσο).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. υποκαρώ(-όω), με την ίδια σημασία ή < απο-* + καρώνω «ναρκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.